οκτακοσιοστός — και οχτακοσιοστός, ή, ό (Α ὀκτακοσιοστός, ή, όν) [οκτακόσιοι] (τακτ. αριθμ.) αυτός που καταλαμβάνει σε σειρά ή σε τάξη τον αριθμό οκτακόσια νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οκτακοσιοστό το ένα από τα οκτακόσια ίσα μέρη ενός συνόλου … Dictionary of Greek
ὀκτακοσιοστόν — ὀκτακοσιοστός eight hundredth masc acc sg ὀκτακοσιοστός eight hundredth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτακοσιοστοῦ — ὀκτακοσιοστός eight hundredth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτακοσιοστῷ — ὀκτακοσιοστός eight hundredth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Griechische Zahlwörter — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken Griechen siehe… … Deutsch Wikipedia
Ω, ω — Το εικοστό τέταρτο και τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, χ, ψ, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά είναι ελληνική επινόηση για την παράσταση του μακρού ανοιχτού ο (ο). Στα παλαιότερα ελληνικά αλφάβητα… … Dictionary of Greek
οχτακοσιοστός — ή, ο βλ. οκτακοσιοστός … Dictionary of Greek
οχτακοσιοστός, -ή — ό βλ. οκτακοσιοστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)